γαυριάζω

γαυριάζω
1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω
2. γαυριώ*, καμαρώνω
3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι
4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις -ζω (πρβλ. ρουφίζω-ρουφώ, βλογίζω-βλογώ κ.λπ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γαυρίασμα — το [γαυριάζω] 1. οργασμός για συνουσία 2. γαυρίαμα*, αλαζονεία …   Dictionary of Greek

  • γαυριάς — ο αυτός που διακατέχεται από οργασμό για συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαυριάω, διαλεκτικός τύπος τού γαυριάζω] …   Dictionary of Greek

  • γαυρώνω — [γαύρα] γαυριάζω, έχω ορμή για συνουσία …   Dictionary of Greek

  • γαύρα — η η αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαυριάζω, με υποχωρητικό σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”