- γαυριάζω
- 1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω2. γαυριώ*, καμαρώνω3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις -ζω (πρβλ. ρουφίζω-ρουφώ, βλογίζω-βλογώ κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.